- αθηλύκωτος
- -η, -οαυτός που δεν έχει θηλυκωθεί, κουμπωθεί: Φορούσε παπούτσια, αλλά τα είχε αθηλύκωτα.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
αθηλύκωτος — η, ο [θηλυκώνω] 1. αυτός που δεν έχει θηλύκια το επιθ. λέγεται για ενδύματα (ζιπούνι, γιλέκο κ.λπ.) που δεν έχουν θηλύκια και δεν μπορεί κανείς να τά κουμπώσει 2. αυτός που είναι ξεθηλύκωτος, ακούμπωτος, πρβλ. «αθηλύκωτα παπούτσια» … Dictionary of Greek